- ερειποτόπιον
- ἐρειποτόπιον, τὸ (AM)τόπος γεμάτος από ερείπια, γεμάτος χαλάσματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερείπω + τόπιον, αντί *ερειπιοτόπιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρειποτόπιον — heap of ruins neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)